σπερματοκήλη

σπερματοκήλη
η, Ν
ιατρ. κύστη που σχηματίζεται από κατακράτηση σπερματικού υγρού και εμφανίζεται κυρίως στην επιδερμίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spermatocele (< σπέρμα, -ατος + κήλη). Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιω. Ορλάνδο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”